Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2012

Dreams...




Στο όνειρο μου βρισκόμουν σε έναν τόπο άγνωστο μα τόσο οικείο, γεμάτο πράσινο, με μάγεψε και με παρέσυρε κάνοντας με να αναρωτιέμαι. Στη μέση του πουθενά, με τα πόδια μου να βουλιάζουν μέσα στο φρέσκο γρασίδι, κοίταξα τον εαυτό μου και πρόσεξα το βυσσινί, βελούδινο φόρεμα που φορούσα. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και ατένισα τον καταγάλανο ουρανό, ο ήλιος δυνατός ζέσταινε το δέρμα μου και συνέχισα να προχωρώ προς άγνωστο προορισμό. Ξαφνικά το κάλπασμα ενός αλόγου που πλησίαζε τράβηξε την προσοχή μου, γύρισα και διαπίστωσα πως γνώριζα καλά τούτο το άλογο και φυσικά δεν δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω και τον αναβάτη. Η σκούρα κάπα που ήταν τυλιγμένη με προσοχή γύρω από το σώμα του δεν μπόρεσε να με ξεγελάσει.

"Σταμάτα!" Με διέταξε με βροντερή φωνή και δεν μπόρεσα παρά να υπακούσω χαμηλώνοντας ελαφρά το κεφάλι. Μόλις έφτασε κοντά μου, με ένα σάλτο κατέβηκε από το άλογο, τράβηξε το σπαθί του και δεν δίστασε να με απειλήσει. "Ποια είσαι και τι γυρεύεις εδώ;" Το δέρμα μου ανατρίχιασε από τον βροντερό τόνο της φωνής του.

"Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ", δικαιολογήθηκα, "μα ούτε και που πηγαίνω. Το μόνο που ξέρω είναι πως έχω ξανάρθει". Σήκωσα το κεφάλι μου και τόλμησα να τον κοιτάξω βαθιά στα μάτια. Γκρίζος ουρανός, ανακατεμένος με λιωμένο ασήμι το βλέμμα του, διαπέρασε την καρδιά μου.

"Τι κάνει μία γυναίκα μόνη κοντά στα σύνορα του κάστρου;" Ρώτησε τότε με το ξίφος του ακόμα έτοιμο να με τελειώσει αν χρειαζόταν.

"Απλά μάλλον μου έλειψες Φιλίπ". Ψέλισσα. "Ήρθε η ώρα να επιστρέψω". Διαπίστωσα γεμάτη συγκίνηση.

"Δεν καταλαβαίνω..." Αποκρίθηκε δικαιολογημένα.

"Έλειψα πολύ καιρό, το ξέρω, μα ήρθε η ώρα να γυρίσω σπίτι μου". Έκανα ένα βήμα μπροστά δίχως να φοβάμαι.

"Θα σε πάω στο κάστρο". Μίλησε συγκρατημένα ενώ προσπαθούσε να ερμηνεύσει τα λόγια μου.

"Πήγαινε με". Συμφώνησα και άπλωσα το χέρι μου. "Η Νοέλια με περιμένει".

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ξύπνησα, το όνειρο είχε πια τελειώσει. Κοίταξα γύρω μου, το γνώριμο υπνοδωμάτιο μου, το κομοδίνο μου γεμάτο βιβλία, το πορτατίφ, τον πίνακα με τη γέννηση της Αφροδίτης πάνω από το κεφάλι μου. Τράβηξα το πάπλωμα πιο ψηλά μέχρι το σαγόνι μου και ύστερα κουκολώθηκα ολόκληρη κάτω από αυτό. Το ήξερα πως ο χρόνος μου είχε αρχίσει να τελειώνει και πλησίαζε η ώρα να γυρίσω πίσω στη Ροδεσία αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα γινόταν με αυτό τον τρόπο. Όταν ξανάκλεισα τα μάτια μου, η πύλη του κάστρου του μαύρου ρόδου άνοιξε μόνο για να περάσουμε και τη στιγμή που άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο καθώς οι βαριές πόρτες επέστρεαν στη θέση τους ήξερα πως αυτή τη φορά δεν θα έφευγα από εκεί παρά μόνο την ημέρα που θα έγραφα στην τελευταία σελίδα τη λέξη ΤΕΛΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου