Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2016

Η Ταμπακιέρα



Πριν λίγες μέρες κι ενώ έψαχνα μανιωδώς μέσα στην τσάντα μου για τα κλειδιά του σπιτιού, το χέρι μου έπιασε κι έβγαλε ένα κουτί που κουβαλούσε στην πλάτη του μακρινές αναμνήσεις.
Αφού κατάφερα επιτέλους να βρω τα κλειδιά και ν’ ανοίξω την πόρτα, άφησα το μωρό από την αγκαλιά μου κι ο χρόνος πάγωσε, άρχισε να γυρνά αντίστροφα κι αφέθηκα συνειδητά σε τούτο το σύντομο ταξίδι στο παρελθόν.
Πριν από δέκα και κάτι χρόνια, επισκέφτηκα το Σίντνεϊ κι έμεινα εκεί έναν ολόκληρο μήνα σε σπίτι ομογενών συγγενών. Γνώρισα τότε πολλούς ανθρώπους, Έλληνες όλοι τους, μετανάστες μιας άλλης εποχής που έφυγαν στα ξένα για μια καλύτερη ζωή.
Εκείνο το απόγευμα, στο σπίτι της ξαδέλφης και της θείας μου, ήρθε να μας επισκεφτεί μια πολύ καλή τους φίλη. Με το που μπήκε μέσα, αμέσως ένιωσα μια ανεξήγητη οικειότητα. Κάθισα στο τραπέζι αντικριστά της και ξεκινήσαμε να μιλάμε σαν να γνωριζόμαστε από χρόνια.
Ήταν μια γυναίκα περιποιημένη, αρχοντική που σε κέρδιζε πολύ εύκολα. Μιλήσαμε περισσότερο για την Ελλάδα φυσικά που η νοσταλγία για την πατρίδα είναι ένα μόνιμο κάρβουνο σε όσους την έχουν αφήσει πίσω τους. Μου είπε όλη την ιστορία της, για το πως ο μπαμπάς της αποφάσισε να πάρει όλη την οικογένεια και να φύγουν. Ήταν ευχαριστημένη με τον τρόπο ζωής της, με τους ανθρώπους που γνώρισε εκεί παρά τις αρχικές δυσκολίες. Στη συνέχεια έκανε τη δική της οικογένεια και όση ώρα μου μιλούσε, εξέπεμπε μια ηρεμία και σιγουριά που ομολογώ ότι δεν έχω ξαναδεί σε όλη μου τη ζωή.
Εκείνη τη στιγμή, στα 27 μου χρόνια, ομολογώ ότι αυτή τη γυναίκα τη ζήλεψα. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε ζήσει έντονα και δυναμικά και αυτό το καταλάβαινα από τις περιγραφές της για το καθετί όπως και από το χαμόγελο που δεν ξεκόλλησε στιγμή από τα χείλη της.
Και τότε, έβγαλε από την τσάντα της μια ταμπακιέρα με την Όντρει Χέιμπορν και πήρε από μέσα ένα τσιγάρο. Αυθόρμητα είπα αμέσως αυτό που σκέφτηκα.
«Τι όμορφη ταμπακιέρα!»
«Σου αρέσει;» με ρώτησε.
«Ναι, είναι πολύ ωραία», είπα και εννοούσα την κάθε λέξη.
«Είναι δική σου», ήταν η επόμενη φράση της κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό να την κοιτάζω. Ευθύς αμέσως, έβγαλε από μέσα όλα τα τσιγάρα της και μου την έδωσε στα χέρια. Δεν ήξερα αν θα ήταν σωστό να τη δεχτώ, όμως σκέφτηκα πως θα μπορούσα να την πάρω σαν αναμνηστικό για να τη θυμάμαι. Την πήρα λοιπόν κι έβαλα μέσα τα δικά μου τσιγάρα κι ακόμα κι όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τη χρησιμοποιούσα.
Λίγα χρόνια αργότερα, έμαθα από τη θεία μου πως αυτή η γυναίκα που μου χάρισε τούτη την ταμπακιέρα αρρώστησε. Ο καρκίνος της χτύπησε την πόρτα κι εκείνη έδωσε τη προσωπική της μάχη. Ήμουν σίγουρη ότι θα έβγαινε νικήτρια, δεν ήταν δυνατόν να καταφέρει μια αρρώστια να λυγίσει έναν τόσο ζωντανό και δυνατό άνθρωπο. Δυστυχώς όμως τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά.
Ο καιρός πέρασε, κάποια στιγμή η ταμπακιέρα κατέληξε ξεχασμένη σ’ ένα συρτάρι κι εγώ πριν δύο χρόνια περίπου έκοψα το τσιγάρο.
Στην τσάντα μου δεν ξέρω πως βρέθηκε, μάλλον η κόρη μου την έβαλε εκεί που έχει την τάση τελευταία να σκαλίζει.
Αυτό που ξέρω όμως είναι πως η ταμπακιέρα αυτή είναι πολλά περισσότερο από ένα απλό αντικείμενο. Αντί να τη ξαναβάλω στο συρτάρι, την κράτησα μέσα στην τσάντα μου κι ας μη την χρησιμοποιώ. Μου δίνει θάρρος και ελπίδα ότι ίσως μπορώ κι εγώ να ζήσω έντονα και δυναμικά, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή έως ότου να χτυπήσει το καμπανάκι της λήξης.

Άλλωστε τα δέντρα πεθαίνουν όρθια κι αυτό μου έμαθε εκείνη η γυναίκα. Να στέκομαι πάντα όρθια.

Τρίτη, Μαΐου 17, 2016

Παρουσίαση "Μια Βόλτα στον Παράδεισο" 14/05/2016 Δ.Μ. Περιστερίου



Νιώθω πραγματικά ιδιαίτερα συγκινημένη και δεν έχω λόγια να ευχαριστήσω την κυρία Νικολίτσα Καρκούλια και τη Λυδία - Γαρυφαλλιά Τεπελένη για την όμορφη βραδιά και τη φιλοξενία τους στο Δημαρχιακό Μέγαρο Περιστερίου.
Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τις αγαπημένες ομότεχνες και φίλες μου Νατάσα Γκουτζικίδου και Θεώνη Μπριλή που αποδέχτηκαν την πρόσκλησή και μίλησαν με τόσο όμορφα λόγια για το βιβλίο μου.
Ήταν μια βραδιά που τα είχε όλα ενώ ταξιδέψαμε και πάλι στην όμορφη Σαντορίνη παρέα με τους ήρωες και ζήσαμε έστω και για λίγο τις περιπέτειες τους. 
Σας ευχαριστώ όλους για την παρουσία σας, τους φίλους μου, την οικογένεια μου και εύχομαι να ανταμώσουμε ξανά σύντομα σε ακόμα περισσότερα αναγνωστικά ταξίδια.
























Σάββατο, Μαΐου 14, 2016

Παρουσίαση: "Μια Βόλτα στον Παράδεισο", στο Δημαρχιακό Μέγαρο Περιστερίου



Με μεγάλη χαρά σας προσκαλούμε στην παρουσίαση του βιβλίου μου: "Μια Βόλτα στον Παράδεισο". Σας περιμένω με πολύ καλή παρέα να μιλήσουμε για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη φιλία αλλά και για έναν τόπο που προσωπικά αγαπώ πολύ, τη Σαντορίνη!
Με πολλές εκπλήξεις, κέφι και καλοκαιρινή διάθεση, ελάτε για να ταξιδέψουμε όλοι μαζί μέχρι τον υπέροχο αυτό προορισμό!

Σάββατο, Φεβρουαρίου 27, 2016

Θαρρώ πως ήταν χθες



Θαρρώ πως ήταν χθες που παίζαμε λάστιχο με τις παιδικές μου φίλες.
Θαρρώ πως ήταν χθες που ξαπλώναμε στα κρεβάτια που είχαμε στην ταράτσα και χαζεύαμε τον έναστρο ουρανό.
Σκαρώναμε αυτοσχέδια παιχνίδια με τις κούκλες Μπιμπι-Μπο και τ’ απογεύματα παρακολουθούσαμε την Κάντυ Κάντυ και το Ουράνιο Τόξο.
Τ’ αγόρια μας κυνηγούσαν με τα φυσοκάλαμα, όποτε βρίσκαμε ευκαιρία παίζαμε μπουγέλο κι αργότερα, λίγο πριν το τέλος του Δημοτικού, βάζαμε δίσκους στο πικ-απ και τραγουδούσαμε τη μεγάλη επιτυχία της Αλέξιας, Τα κορίτσια ξενυχτάνε.
Κι όμως… πέρασαν τόσα χρόνια…
Ακόμα σαν ν’ ακούω τη μαμά μου. Πάντα είναι μαζί μου κι ας έχει φύγει για το ταξίδι δίχως επιστροφή.
«Να προσέχεις. Με ποιους θα πας; Τι ώρα θα γυρίσεις;»
Έξω απ’ τη πόρτα τώρα γράφει τ’ όνομά μου. Πάνω στο τραπέζι μια μεγάλη ζωγραφιά με διάφορα χρώματα και πολλά ουράνια τόξα γράφει κάτω αριστερά με δυσανάλογα γράμματα: Μαμά σ’ αγαπώ. Ταυτόχρονα ακούγεται ένα σιγανό κλάμα, μια λιλιπούτεια ύπαρξη με αναζητά κι όταν βλέπει το πρόσωπό μου σκάει ένα τεράστιο χαμόγελο.
Θαρρώ πως ήταν χθες που βρέθηκα για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή τρέμοντας ότι θα ξεχάσω τα λόγια μου.
Θαρρώ πως ήταν χθες που φόρεσα εκείνο το άσπρο φόρεμα και χόρευα νησιώτικα για όλη την υπόλοιπη βραδιά.
Θαρρώ πως ήταν χθες που είδα για πρώτη φορά τα μεγάλα εκφραστικά μάτια της κόρης μου.
Κι ύστερα  εκείνα τα όνειρα που έγιναν χιλιάδες λέξεις…
Ακόμα σαν ακούω τη μαμά μου:
«Προσγειώσου στη γη! Μη πετάς συνέχεια στα σύννεφα!»
Έξω απ’ τη πόρτα τώρα γράφει το όνομά μου όπως και πάνω στους λογαριασμούς και στο εκκαθαριστικό της εφορίας.

Θαρρώ πως ήταν χθες… θαρρώ πως ήταν χθες…!

Υ.Γ. Όσα χρόνια κι αν περάσουν όλοι βαθιά μέσα μας παραμένουμε ίδιοι ηλικιακά. Μόνο εξωτερικά φαίνεται ο χρόνος που περνά κι αφήνει τα ανεξίτηλα σημάδια του σταδιακά. Τα γενέθλια δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από έναν αριθμό. 

37... Τρία και εφτά. 

Θέλετε να μάθετε την ευχή μου γι' αυτά τα γενέθλια; Να έρθει η μέρα που το εφτά θα είναι μπροστά από το τρία. ;)