Σάββατο, Φεβρουαρίου 14, 2015

Πενήντα αποχρώσεις του γκρι - Μια απόλυτα ρομαντική ιστορία



Είναι δύσκολο, πραγματικά πάρα πολύ δύσκολο να γράψω ένα κείμενο για το φαινόμενο των Πενήντα Αποχρώσεων και να αφήσω στην άκρη τα πολλά και ποικίλα συναισθήματα μου που προέκυψαν όχι μόνο από την ανάγνωση των βιβλίων, όχι μόνο από την προβολή της ταινίας αλλά και από αυτό τον τόσο άδικο πόλεμο κατά των θαυμαστών της που έχει ξεσπάσει.
Δεν θα ξαναπώ πως μπήκε στη ζωή μου η τριλογία. Το σίγουρο είναι πως την εποχή που την ανακάλυψα, πριν από πέντε ολόκληρα χρόνια, ούτε για αστείο δεν θα μου περνούσε από το μυαλό ότι θα έφτανε μια μέρα που θα μεταφραζόταν στην ελληνική γλώσσα από μεγάλο και γνωστό εκδοτικό οίκο ή πως θα κατέληγε η μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη να γίνει παγκόσμια κινηματογραφική επιτυχία.
Ήθελα να μιλήσω καθαρά για την ταινία που παρακολούθησα πριν από λίγες ώρες όμως όσο κι αν πάλεψα να αφήσω στην άκρη τα διάφορα άρθρα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο μου ήταν αδύνατον.
Θέλω απλά να πω σε όλους τους κριτικούς κινηματογράφου που κρίνουν τη συγκεκριμένη ταινία και την κάθε ταινία ότι κάνουν αναμφισβήτητα πάρα πολύ καλά τη δουλειά τους. Ωστόσο αυτό δεν τους επιτρέπει να αποδίδουν χαρακτηρισμούς και να κολλάνε ταμπέλες σε όσους άρεσε η συγκεκριμένη ιστορία – ταινία. Αν θέλουμε να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα σε τι οφείλεται αυτή η τόσο μεγάλη επιτυχία ας αφήσουμε καλύτερα τους κοινωνιολόγους να κάνουν την έρευνα τους και να μας απαντήσουν που είναι οι μόνοι κατάλληλοι.
Εγώ θα καταθέσω τη δική μου άποψη, τη δική μου οπτική γωνία και θα σας μιλήσω ανοιχτά με βάση το συναίσθημα, τις προσταγές της καρδιάς και της ψυχής μου.
Η ιστορία των πενήντα αποχρώσεων δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σύγχρονο παραμύθι. Θα έλεγα ότι δύο είναι τα παραμύθια τα οποία συνδυάζονται και προκύπτει ένας σύγχρονος πρίγκιπας με μία πολύ σκοτεινή πλευρά, η Σταχτοπούτα και η Πεντάμορφη και το Τέρας. Όπως η Μπέλλα Σουάν στο Twilight – που αποτελεί τη βάση των πενήντα αποχρώσεων – έτσι και η Αναστάζια Στιλ είναι μία σύγχρονη Σταχτοπούτα. Με λίγα λόγια μία καλοβαλμένη, συνηθισμένη κοπέλα που γνωρίζει έναν πλούσιο – αυτοδημιούργητο επιχειρηματία με περίεργα γούστα στο κρεβάτι και τους συμβαίνει θα έλεγα κάτι πολύ φυσικό, ερωτεύονται. Αν δεν κάνω λάθος το να ερωτευτείς δεν είναι εξωπραγματικό ακόμα και τη σημερινή εποχή άρα γιατί είναι τόσο κατακριτέο αυτό ομολογώ πως ακόμα δεν το έχω καταλάβει. Το πόσο πιθανό θα ήταν βέβαια να ερωτευτεί ο πλούσιος τη φτωχή ασήμαντη ή κατά πόσο θα μπορούσε να λειτουργήσει η σχέση τους νομίζω ότι είναι τόσο πιθανό όσο το γοβάκι να ταιριάζει μόνο στη μία και μοναδική Σταχτοπούτα. Θεωρώ λοιπόν υποκριτικό από πλευράς μας να διαβάζουμε ακόμα αυτά τα παραμύθια στα παιδιά μας, να τους καλλιεργούμε δηλαδή από τη μία αυτού του είδους τις ουτοπικές ρομαντικότητες και αργότερα με την ενηλικίωση να δίνουμε μία κλωτσιά και να τα γκρεμίζουμε ταρακουνώντας και χαστουκίζοντας όποιον τολμά να τα πιστεύει ακόμα!
Σε όλη τη διάρκεια της τριλογίας βλέπουμε την Άνα να προσπαθεί να λύσει τα μάγια που έχει κάνει μία «κακιά» γυναίκα στον αγαπημένο της ώστε να μπορέσει να ζήσει μαζί του ευτυχισμένη για πάντα. Αυτό όμως για κάθε πρίγκιπα του είδους που σέβεται τον εαυτό του δεν είναι εύκολο. Ο Κρίστιαν περνά από πολλά στάδια για να μπορέσει να βρει μια άκρη με τα αντικρουόμενα συναισθήματα του ενώ η Άνα είναι η μόνη γυναίκα που έχει ποτέ ερωτευτεί και αυτό δυσκολεύει απεριόριστα τα πράγματα.
Οι πενήντα αποχρώσεις του γκρι είναι μία ρομαντική ιστορία, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο και ως τέτοια θα πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Πρόκειται για ένα σύγχρονο παραμύθι που άγγιξε τις καρδιές εκατομμύρια γυναικών σε ολόκληρο τον κόσμο και αυτό δεν συνέβη κατά τη γνώμη μου λόγω στέρησης ή αμορφωσιάς όπως πολλοί έτρεξαν να πουν αλλά λόγω ανάγκης συναισθήματος.
Πιστεύετε πραγματικά ότι επικοινωνούμε ανοιχτά με τους συντρόφους μας; Πιστεύετε ότι στη σύγχρονη κοινωνία στην οποία όλοι μεγαλώσαμε άσχετα από εθνικότητα ότι οι οικογένειες μας ήταν τόσο ανοιχτόμυαλες ή η ανατροφή μας τόσο φιλελεύθερη ώστε να μην υπάρχουν ενοχές και προκαταλήψεις; Αν πραγματικά λοιπόν θέλουμε να εξετάσουμε το φαινόμενο νομίζω ότι θα πρέπει να στραφούμε αλλού και όχι να καταλήγουμε σε εύκολα συμπεράσματα για χαμηλού επιπέδου νοικοκυρές που δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν.
Γνωρίζω πάρα πολλές γυναίκες που αγάπησαν με πάθος τις πενήντα αποχρώσεις του γκρι και άλλου είδους τέτοιες ιστορίες. Οι περισσότερες – για να μην πω όλες – είναι μορφωμένες, έχουν εργασία πλήρους απασχόλησης και καθημερινά αγωνίζονται σκληρά στην αγορά εργασίας. Έχουν οικογένειες και παιδιά, έρχονται αντιμέτωπες με ένα σωρό προκλήσεις και δίνουν πραγματικά μεγάλο αγώνα για τις οικογένειες τους αλλά και για τα δικαιώματα τους σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο. Αλίμονο μας αν τα τόσα εκατομμύρια γυναικών που αγάπησαν τις αποχρώσεις ήταν άβουλα, ανόητα πλάσματα που ξέρουν να πλένουν μόνο πιάτα…
Δεν θέλω όμως να επεκταθώ περισσότερο σε αυτό. Ο καθένας έχει την άποψη του για τα πράγματα και αυτή είναι σεβαστή. Πιστεύω λοιπόν πως είναι λογικό και εύλογο να μην αρέσει αυτή η ιστορία σε όλους ή να υπάρχουν επίσης πολλοί που απεχθάνονται την ρομαντική λογοτεχνία και τις αντίστοιχες του είδους ταινίες όμως υπάρχουν επίσης κι άλλοι πολλοί που τους αρέσει και δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο θα έπρεπε να λογοδοτήσουν ή να χαρακτηριστούν ως κατώτεροι άνθρωποι.
Η ταινία που κυκλοφόρησε μόλις πριν λίγες μέρες στη χώρα μας θα έλεγα ότι είναι μία καλή μεταφορά του πρώτου βιβλίου της τριλογίας. Έχει κρατήσει όλη την ουσία αφήνοντας τα «περιττά» στην άκρη ενώ οι ηθοποιοί έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν. Η Ντακότα Τζόνσον ήταν πραγματικά μια μεγάλη έκπληξη για εμένα μιας και ομολογώ ότι αρχικά δεν μπορούσα για κανένα λόγο και με κανένα τρόπο να τη δω ως Αναστάζια Στηλ. Ωστόσο κατάφερε να βγάλει στην επιφάνεια πολλά από τα συναισθήματα της ηρωίδας που στο βιβλίο είχαμε την πολυτέλεια να διαβάζουμε το μυαλό της αφού η διήγηση είναι πρωτοπρόσωπη από τη δική της οπτική. Ο Τζέιμι Ντόρναν, πέρα από την εξωτερική του εμφάνιση πιστεύω ότι έχει ήδη αποδείξει τις υποκριτικές του ικανότητες από τις άλλες δουλειές του. Ναι, μπορεί να μην είναι ο Κρίστιαν των ονείρων μου, είναι όμως ένας Κρίστιαν που κρατάει τις ισορροπίες και κατάφερε να φέρει στην οθόνη πολλά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ήρωα. Προσωπικά μου άρεσε ακριβώς επειδή με τις εκφράσεις του μπόρεσα να διακρίνω την εσωτερική του πάλη και αυτό ήταν μεγάλο στοίχημα κατά τη γνώμη μου.
Η μουσική της ταινίας είναι εξαιρετική, απόλυτα ταιριαστή και δεμένη με τις εικόνες ενώ οι χώροι στους οποίους κινούνται οι ήρωες είναι πραγματικά βγαλμένοι μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
Ωστόσο όσο κι αν προσπάθησα να αφήσω στην άκρη το πλούσιο υλικό των βιβλίων και να παρακολουθήσω ανεπηρέαστη την ταινία αυτό ήταν αδύνατον. Δεν θα το κρύψω πως ενοχλήθηκα αρκετά για μία σκηνή του βιβλίου η οποία δεν υπήρχε. Έγιναν αλλαγές, οι περισσότερες προς το καλύτερο για κινηματογραφικούς λόγους και οι διάλογοι ήταν αλλαγμένοι και πιο συμπυκνωμένοι.
Για τις ερωτικές σκηνές που τόσο μεγάλος λόγος έγινε, πιστεύω ότι προσπάθησαν να το κρατήσουν στο επίπεδο του αισθησιακού και πολύ καλά έκαναν γιατί όπως είπα και πιο πάνω αυτό που έχει σημασία και ουσία στη συγκεκριμένη ιστορία είναι ο ρομαντισμός και ο έρωτας.
Δεν μπορώ να πω ότι ικανοποιήθηκα στο έπακρο από την ταινία αλλά θα ήταν δύσκολο να γίνει αυτό γιατί θα ήθελα να τα δω όλα με λεπτομέρειες κάτι που γνωρίζω πως είναι ανέφικτο. Όμως πιστεύω ακράδαντα πως η «καρδιά» των πενήντα αποχρώσεων ήταν εκεί. Σεβάστηκαν απόλυτα τους θαυμαστές της σειράς και προσπάθησαν όσο το δυνατόν να τους ευχαριστήσουν και αυτή είναι η δική μου αίσθηση.
Αν πάντως κάποιος από εσάς θέλει να μάθει καλύτερα την Άνα και τον Κρίστιαν θα του πρότεινα να διαβάσει τα βιβλία και είναι βέβαιο ότι θα γνωρίσει έναν ιδιαίτερα γοητευτικό κόσμο. Για όσους επιλέξετε απλά να δείτε την ταινία νομίζω ότι θα σας αφήσει μία ευχάριστη γεύση αλλά ίσως να μην μπορέσετε να κατανοήσετε τους λόγους του φαινομένου.
Εν κατακλείδι, οι πενήντα αποχρώσεις του γκρι είναι μια ρομαντική ιστορία για ρομαντικούς ανθρώπους. Το αν είναι ουτοπική ή όχι θα έλεγα ότι δεν με ενδιαφέρει. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη ουτοπική ταινία που βλέπω και ο καθένας μας αγωνίζεται στην προσωπική του ζωή για να φτιάξει τη δική του φανταστική ιστορία. 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 07, 2015

Ονειροπόλα Ελλάδα





Είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο για μένα να γράψω ένα κείμενο που να εκφράζει πολιτικές απόψεις και πεποιθήσεις αφού εδώ και πολλά χρόνια δηλώνω με σθένος πως δεν ασχολούμαι με την πολιτική. Ωστόσο τα γεγονότα των τελευταίων ημερών δεν θα μπορούσαν να με αφήσουν αδιάφορη.
Από μικρό παιδί ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά. Ότι δεν μου αρέσει το αλλάζω στον δικό μου κόσμο με τον δικό μου τρόπο. Η μητέρα μου συνήθιζε να με αποκαλεί «ονειροπόλα» και πολύ συχνά μου υπενθύμιζε ότι όφειλα να προσγειώνομαι στη γη. Όμως αυτή η προσγείωση δεν ήταν ποτέ ομαλή για εμένα, θα τη χαρακτήριζα ανυπόφορη.
Οι γονείς μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα προσφυγικά σπιτάκια της Νίκαιας καθώς οι πρόγονοί τους είχαν βρεθεί εκεί μετά την Μικρασιατική καταστροφή και η μητέρα μου συνήθιζε να μου λέει πολλές ιστορίες για τα δύσκολα πρώτα χρόνια της γιαγιάς της στην Ελλάδα. Η γιαγιά Αθηνά λησμονούσε την «πατρίδα» της και λαχταρούσε να επιστρέψει εκεί μέχρι την ημέρα που έκλεισε τα μάτια της. Δεν ήταν όμως μόνο οι προσφυγικές ιστορίες αλλά κι εκείνες της κατοχής που καθώς τις άκουγα έφτιαχνα με τη φαντασία μου εικόνες που φάνταζαν πολύ μακρινές.
Όπως και να το κάνεις δεν είναι εύκολο να ακούς πως η γιαγιά σου αναγκάστηκε να πουλήσει τη βέρα της για μια φρατζόλα ψωμί, ούτε ότι ο παππούς σου στήθηκε στον τοίχο του εκτελεστικού αποσπάσματος και γλίτωσε σαν από θαύμα την τελευταία στιγμή.
Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει πως ήταν παιδί την εποχή του πολέμου, το σχολείο είχε κλείσει και δεν είχε παπούτσια να φορέσει, ήταν ξυπόλυτος. Καθώς μεγάλωνα θεωρούσα πως όλα αυτά ανήκουν στο μακρινό παρελθόν μιας άλλης εποχής και απέκλεια κάθε πιθανότητα ή ενδεχόμενο να ξανασυμβούν κατά τη διάρκεια της ζωής μου. Άλλωστε ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο είχαν πολεμήσει και αντισταθεί οι πρόγονοί μας, για ένα καλύτερο δικό μας μέλλον.
Η πολιτική και οι εκπρόσωποι της δεν με απασχόλησαν ποτέ σοβαρά. Υπήρχαν όμως κάποιες πεποιθήσεις οι οποίες είχαν ριζώσει βαθιά μέσα μου, αποτέλεσμα της ανατροφής, της καταγωγής και όλων όσον περιέγραψα πιο πάνω.
Πριν την οικονομική κρίση, υπήρχε η εποχή της οικονομικής άνθισης όπου η Ελλάδα μπήκε στην Ευρωπαϊκή ένωση και μάλιστα εργαζόμουν σε πολυκατάστημα το 2002 που το νόμισμά μας άλλαξε και θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια αυτής της άχαρης διαδικασίας.
Από την πρώτη στιγμή αρχίσαμε να ξοδεύουμε τα ευρώ σαν να ήταν κατοστάρικα, το χαρτονόμισμα τον πέντε ευρώ αντικατέστησε το πεντακοσάρικο και πάει λέγοντας… Μέχρι τότε κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το μέλλον και να διακρίνει την ατομική βόμβα της οποίας την περόνη είχαμε μόλις αφαιρέσει.
Ακολούθησε ένας άνευ προηγουμένου δανεισμός και υπερκαταναλωτισμός. Όλα τα πρόβατα πηγαίναμε με μεγάλη χαρά στις τράπεζες να πάρουμε τα προεγκεκριμένα δάνεια, τις πιστωτικές κάρτες που μας προσέφεραν και μάλιστα υπογράφαμε δεκάδες έγγραφα με χαμόγελο στα χείλη χωρίς δεύτερη σκέψη. Η κατρακύλα είχε μόλις ξεκινήσει και εμείς ήμασταν όχι απλά ανίκανοι να βάλουμε ένα φρένο στον ίδιο μας τον εαυτό αλλά σαν εθισμένοι σε κάποιο ισχυρό ναρκωτικό, ξοδεύαμε αλόγιστα δανεικά λεφτά για να αποκτήσουμε τελευταίας τεχνολογίας κινητά, αυτοκίνητα και ρούχα με υπογραφή επώνυμων σχεδιαστών. Το σχοινί γινόταν όλο πιο μακρύ και εμείς τυλιγόμασταν ξανά και ξανά και ξανά ώσπου έφτασε η μέρα και η ώρα να βρεθούμε δεμένοι χειροπόδαρα ενώ παράλληλα οι πολιτικοί, οι νόμιμα εκλεγμένοι εκπρόσωποί μας δεν μας έκλεβαν απλά αλλά μας ξεπουλούσαν, μας λιάνιζαν, μας στράγγιζαν, μας έστηναν σε ένα άλλο σύγχρονο εκτελεστικό απόσπασμα.
Δύο παρατάξεις η μία μετά την άλλη σαν να έπαιζαν μπάλα σε ένα γηπεδάκι έκαναν πάσες μεταξύ τους και εμείς από κάτω χειροκροτούσαμε, γυαλίζαμε τα παπούτσια τους, προσκυνάγαμε και τους ξαναδίναμε εξουσία.
Ξέρω πως ίσως όλα όσα λέω να μην είναι τόσο απλά επί της ουσίας όμως μην ξεχνάτε πως αυτό το κείμενο το γράφει μία ονειροπόλα που έχει κατηγορηθεί πολλές φορές στη ζωή της, για ελαφρομυαλιά, για αφέλεια και για υπερβολική αισιοδοξία.
Ωστόσο η ονειροπόλα ξεκίνησε να εργάζεται από τα είκοσι της χρόνια, πληρώνει τους φόρους της πάντα στο ακέραιο, είναι νομοταγής, σκύβει το κεφάλι και συνεχίζει να σέρνει τη βαριά μπάλα στο πόδι της αποδεχόμενη τη μοίρα της ώσπου διαπίστωσε δίχως καμία αμφιβολία ότι η χώρα της ήταν εμπλεγμένη σε πόλεμο. Σε έναν πόλεμο που δεν τον κήρυξε ποτέ κανείς ανοιχτά όπως γινόταν στο παρελθόν. Είναι αλήθεια ότι ο σύγχρονος πόλεμος διαφέρει πολύ από εκείνους που της είχαν περιγράψει. Μοιάζει περισσότερο με ένα Matrix όπου σου δίνουν μερικά ψίχουλα και κάποια υποτιθέμενη ελευθερία ώστε να μην αντιλαμβάνεσαι που αρχίζει και που τελειώνει το συρματόπλεγμα.
Δεν πίστευα ότι θα αλλάξει κάτι ίσως επειδή ήξερα πως ακόμα κι αν υπήρχε κάποιος που να θέλει να το κάνει δεν θα τον άφηναν. Όμως οφείλουμε όλοι να παραδεχτούμε πως πριν δύο εβδομάδες σε αυτόν τον τόπο ένα κεφάλαιο έκλεισε και άνοιξε κάποιο άλλο. Ακόμα κι αν η κυβέρνηση τους ΣΥΡΙΖΑ αποδειχθεί κι αυτή ένα «φιάσκο», κάποιο ψεύτικο ιδανικό μου έδωσε κάτι το οποίο είχα ξεχάσει εδώ και καιρό. Ένιωσα και πάλι αξιοπρεπής, το σήκωσα το κεφάλι και τόλμησα να κοιτάξω γύρω μου μα πάνω απ’ όλα ονειροπόλα ή μη, υπόδουλη ή όχι, θυμήθηκα πως είμαι Ελληνίδα! Κανείς μας δεν θα πρέπει να το ξεχνά αυτό ούτε λεπτό και κοινός μας στόχος πρέπει να είναι η πατρίδα μας. Η μεγάλη πληγή που μένει πάντα ανοιχτή και ποτέ δεν επουλώνεται είναι εκείνη η διχόνοια που υπάρχει ανάμεσά μας. Αν όμως αφήσουμε στην άκρη τις διαφορές μας και κάνουμε ένα βήμα μπροστά, αν γίνουμε όλοι λίγο ονειροπόλοι και τολμηροί ίσως λέω ίσως να καταφέρουμε τουλάχιστον να κρατήσουμε την αξιοπρέπειά μας. Ας μην ξεχνάμε όλα εκείνα που πέρασαν οι πρόγονοί μας, την αντίσταση κατά τη διάρκεια της τότε Γερμανικής κατοχής κι ας θυμηθούμε πόσο μεγάλη θέληση είχαν και πόσο υψηλά ιδανικά. Πολλοί θυσίασαν τις ζωές τους γι’ αυτά τα ιδανικά, γι’ αυτή την αξιοπρέπεια. Όλοι ξέρετε πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε η αντίσταση αυτού του έθνους στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, αυτή η μικρή χώρα έχει αποδείξει ότι είναι μια ισχυρή δύναμη γιατί δυνατός δεν είναι αυτός που έχει χρήματα, δυνατός είναι εκείνος που έχει πάνω απ’ όλα αξιοπρέπεια και δεν ξεπουλιέται σε κανέναν!
Όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν λοιπόν να μας στερήσουν το όνειρο είμαι πεπεισμένη ότι δεν πρόκειται ποτέ να τα καταφέρουν. Είμαστε Έλληνες, φωνακλάδες, φιλόξενοι, διαχυτικοί μα πάνω απ’ όλα τίμιοι και περήφανοι για την καταγωγή και τα κατορθώματά μας μέσα στους αιώνες.
Ας μην ξεχνάμε την ταυτότητα μας γιατί τότε κινδυνεύουμε να τα χάσουμε όλα.

Ας φωνάξουμε ΑΕΡΑ για μια ακόμα φορά χωρίς να δειλιάσουμε. Η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι είμαστε γενναίοι.